- φοβερίζει
- φοβερίζωterrifypres ind mp 2nd sgφοβερίζωterrifypres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τεντώνω — Ν [τέντα] 1. τείνω, διατείνω, τανύω («τεντώνω το σχοινί») 2. εκτείνω κάτι απλώνω, τσιτώνω («τεντώνω το πανί») 3. (σχετικά με πόρτα ή παράθυρο) ανοίγω διάπλατα 4. (αμτβ.) (στον Ερωτόκρ.) κατασκηνώνω («τεντώνει απόξω στα τειχιά, τη χώρα φοβερίζει») … Dictionary of Greek
κιόλα — και κιόλας επίρρ. 1. χρον., ήδη, τώρα, τώρα πλέον: Πιάσανε κιόλας οι ζέστες. 2. τροπ., ακόμη, επιπλέον: Έκλεψε τον άνθρωπο, τον φοβερίζει κιόλας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φοβερίζω — φοβέρισα και φοβέριξα, φοβερισμένος, μτβ., εκφοβίζω κάποιον, τον απειλώ, τον κάνω να φοβηθεί, να τρομάξει, τον φοβίζω: Άδικα τυραννά με, μ άρματα φοβερίζει με (Ερωτόκριτος) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)